Απόσπασμα από την Επιστολή του Πέρο Βας ντε Καμίνια
[…] Την Τετάρτη το πρωί συναντήσαμε πουλιά που τα λένε μύχους. Την ίδια ημέρα, την ώρα του εσπερινού, είδαμε γη, δηλαδή πρώτα ένα μεγάλο βουνό, πολύ ψηλό και στρογγυλό, και προς τη νότια πλευρά του άλλες οροσειρές πιο χαμηλές και πεδινή γη με πλούσια βλάστηση· και ο ναύαρχος έδωσε στο ψηλό αυτό βουνό το όνομα Μόντε Πασκοάλ και στη στεριά το όνομα Τέρα ντε Σάντα Κρους.
Διέταξε να ρίξουν το σκαντάγιο, βρήκαμε είκοσι πέντε οργιές και με τη δύση του ήλιου ρίξαμε τις άγκυρες σε δεκαεννιά οργιές βάθος, σε απόσταση περίπου έξι λεύγες από τη στεριά· τέλεια αγκυροβολία. Μείναμε εκεί όλη τη νύχτα. Και την Πέμπτη το πρωί σηκώσαμε τα πανιά, πλέοντας με κατεύθυνση προς τη στεριά, τα μικρά πλοία μπροστά, και πλησιάσαμε 17, 16, 15, 14, 13, 12, 10 και 9 οργιές, σε μισή λεύγα από τη στεριά, όπου ρίξαμε όλοι άγκυρα απέναντι από την εκβολή ενός ποταμού. Θα ήταν περίπου δέκα η ώρα όταν φτάσαμε σ’ αυτόν τον όρμο.
Από εκεί είδαμε ανθρώπους που βάδιζαν στην ακρογιαλιά, επτά ή οκτώ τον αριθμό, σύμφωνα με τα λεγόμενα των μικρότερων πλοίων που έφτασαν πρώτα. Κατεβάσαμε τότε λέμβους μικρές και μεγάλες και ήρθαν όλοι οι κυβερνήτες στην καπιτάνα και έκαναν συμβούλιο· και ο ναύαρχος έστειλε με τη λέμβο στη στεριά τον Νικολάου Κοέλιο για να δει εκείνο το ποτάμι. Μόλις αυτός ξεκίνησε προς τα εκεί, μαζεύτηκαν στην ακρογιαλιά άνθρωποι, δυο δυο, τρεις τρεις μαζί, έτσι ώστε όταν η λέμβος έφτασε στην εκβολή του ποταμού ήταν εκεί δεκαοκτώ με είκοσι άνδρες, μαυριδεροί, ολόγυμνοι, χωρίς τίποτε να καλύπτει τα απόκρυφα μέρη τους. Στα χέρια τους είχαν τόξα και βέλη. Έτρεξαν κατευθείαν στη λέμβο και ο Νικολάου Κοέλιο τους έκανε σινιάλο να αφήσουν κάτω τα τόξα τους κι αυτοί υπάκουσαν.
[…]