ΔΙΑΒΑΣΤΕ
ΤΟ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑ ΤΟΥ ΙΕΡΕΩΣ
Ἐπλησίαζε νά δύσει ὁ ἥλιος, ὅταν ὁ παπάς τοῦ χωριοῦ ἄφησε τήν ἐκκλησία πού ἦταν χτισμένη σέ ράχη ἑνός βουνοῦ καί ὅπου εἶχε πάει νά κάμει ἑσπερινό, ἐπειδή τήν ἄλλην ἡμέρα ἦτο ἡ ἑορτή της.
Σιγά σιγά πῆρε τό μονοπάτι μέ τά μάτια στή γῆ, βυθισμένος σέ σκέψεις καί παίζοντας τό κομβολόγι του.
Ἐσήκωσε τό κεφάλι του ὅταν κατέβηκε στήν πεδιάδα. Ἐζήτησε ἕνα δρόμο κομμένο μές στά στάχυα, τόν βρῆκε καί ἄρχισε πάλι νά περπατεῖ σάν πρῶτα σκεπτικός, χωμένος μέσα στά στάχυα ἴσαμε τό στῆθος.
Τή στιγμή ἐκείνη ὁ ἥλιος ἔδυσε. Ὡσάν ὁ ἥλιος νά κρατοῦσε μέ τίς ἀκτίνες του δεμένο τόν ἀέρα, ἅμα αὐτός ἐχάθη, ἐχύθηκε ἕνα δροσερό ἀεράκι πού μύριζε χόρτα καί λουλούδια καί ἔκαμνε ὅλο τόν κάμπο νά ἀναστενάξει.
Ξάφνου, ἀπό ἕναν ἀνηφορικό δρόμο πού ἤρχετο ἀπό τό χωριό, ἐφάνηκε
σά φάντασμα ἕνας ψηλός ἄνθρωπος. Ἐστάθη νά ξεκουρασθεῖ ἴσως, ἅμα ἀνέβη, καί στηρίχθηκε στό ραβδί του. Ὁ παπάς ἐβγῆκε ἀπό τά στάχυα καί προχώρησε πρός τό ὕψωμα αὐτό.
Ὁ ἄνθρωπος μέ τό ραβδί, ὁ ὑψηλός, ἄρχισε καί αὐτός νά κατεβαίνει. Συναπαντήθηκαν. Ὁ παπάς ἐσήκωσε ξέγνοιαστος τό κεφάλι καί τόν εἶδε. Ἐταράχθη καί ἔχασε τό χρῶμα του.
— Δέσποτά μου! ἐψιθύρισεν ὁ ψηλός ἄνθρωπος καί στάθηκε.
— Ἄ, σύ εἶσαι; Ἔγινες καλά βλέπω! ἁπαντᾶ ὁ παπάς μέ μιά φωνή σάν νά ἐβίαζε τόν ἑαυτό του νά ἀπαντήσει.
— Ναί, δόξα νά ἔχει ὁ Κύριος!
Καί ὁ ἄνθρωπος μέ τό ραβδί ἔβγαλε τό καπέλο του, ἕνα ψάθινο κιτρινιασμένο, καί ἔκαμε τό σταυρό του.
— Μά δέ μοῦ λές, παπά μου, εἶμαι συγχωρημένος καί ἄς μήν πέθανα, ἔ; ρώτησε ἔπειτα.
— Ναί, ἐσυγχωρήθης ἀπό τόν ἱερέα ὡς ἀντιπρόσωπον τοῦ Θεοῦ! εἶπε μέ ὕφος ἐπίσημον καί αἰνιγματῶδες ὁ παπάς.
Ἔγινε σιωπή.
Αὐτός ἐγύριζε τό κεφάλι καί ἔβλεπε δεξιά καί ἀριστερά, ἔπειτα ἐστάθηκε εἰς ἕνα σημεῖον καί ὁ παπάς ἐσυλλογίζετο.
Συλλογίζεται τήν ἐξομολόγηση τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ. Ἐνθυμεῖται τήν ἀδελφήν του, μέ τήν γλυκείαν καί ἱλαράν ὄψιν, ἡ ὁποία ἐχάθη μιά μέρα, ὅταν ἐπέστρεφε ἀπ’ ἔξω στό χωριό αὐτό πού εἶναι τώρα παπάς, πού ἔμενε σέ συγγενεῖς της, τήν παραμονήν τῆς ἀναχωρήσεώς της γιά τό σπίτι της. Ἐνθυμεῖται πῶς ἔτρεχαν ὅλοι νά τήν ἔβρουν, ἡ μάνα του, κλαίουσα καί ὀδυρομένη μέ ἀνακατωμένα μαλλιά, ὁ πατέρας του ἀπελπισμένος. Ἐστάθηκε ἀδύνατο. Ἔβαλαν πολλά κακά μέ τό νοῦ τους. Κακό πού θά συνέβη στό κορίτσι καί κακό πού ἀπό τό κορίτσι θά ἔγινε. Τή λησμόνησαν σιγά σιγά, καί τά πράγματά της αὐτά ἐζητοῦσαν νά τά κρύψουν γιά νά μήν τούς τή θυμίζουν. Ἔξαφνα, ὕστερα ἀπό χρόνια πολλά, μανθάνει σέ ἐξομολόγηση ἑνός ἑτοιμοθανάτου ὅτι σκότωσε μιά κόρη ξένη, ἔξω λίγο ἀπ’ τό χωριό. Λέγει τό ὄνομά της, τήν πατρίδα της. Τή σκότωσε γιατί δέν ἤθελε νά τόν ἀκολουθήσει, νά τήν κλέψει. Καί ὁ φονιάς εἶναι μπρός του. Νομίζει ὅτι βλέπει τήν ἀδελφήν του, ὅταν γεμάτη χαρά ἔφευγε γιά τούς συγγενεῖς της, γιά τό χωριό αὐτό ὅπου ἦβρε τό θάνατο. Φέρνει μέ τό νοῦ του τήν ἀδελφή του αἱματοκυλισμένη, ἀποθνήσκουσαν· ἔπειτα μισοζώντανη νά τή σέρνει γιά νά καλύψει τό ἔγκλημά του ὁ φονιάς πρός τό πηγάδι καί αὐτή νά προκαλεῖ μάταια βοήθεια ἀπό τόν Θεόν…
Ἐδῶ ἀπέναντί του εἶναι ὁ φονιάς της! Ὁ παπάς ἀνεπήδησε μανιώδης, τά μάτια του ἔβγαζαν φωτιές.
Ἐκείνη τή στιγμή ὁ φονιάς, χωρίς νά βλέπει τόν παπά, λέγει δείχνοντας μέ τό ραβδί του μακριά:
— Ποῦ πηγαίνει τό ἀναθ…
Αὐτή τή λέξη δέν ἐπρόφτασε νά τήν τελειώσει, γιατί ὁ παπάς σάν τρελός τόν ἅρπαξε ἀπό τό λαιμό. Κάνει κεῖνος νά ἐλευθερωθεῖ, καταφοβισμένος γιατί νόμισε ὅτι ὁ παπάς τρελάθηκε, μά τοῦ ἦταν ἀδύνατον. Ὁ παπάς τόν εἶχε ἁρπάξει μέ τά δάκτυλά του τόσον καλά, τά σιδερένια, σάν τόν ἀιτό πού ἀδράχνει τό θήραμά του, καί φώναζε:
— Δέ φεύγεις, ὄχι!… Αὐτή ἦταν ἀδελφή μου!… Θά σέ πνίξω! Σέ συγχώρεσε ὁ παπάς ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ, μά ὁ ἀδελφός, ὁ ἄνθρωπος, δέ σέ συγχωρεῖ!
Τόν ἔριξε κάτω χωρίς νά τόν ἀφήσει ἀπό τό λαιμό καί τόν ἔσφιγγε, τόν ἔσφιγγε μέ μανία, μέ τρέλα. Ἔπαψε νά τόν σφίγγει ὅταν κατάλαβε ὅτι ἔσφιγγε ἕνα πτῶμα πλέον, ὅτι αὐτός εἶχε τελειώσει.
Τότε σηκώθηκε μέ μιά κρυάδα στό σῶμα, ἐκοίταξε τριγύρω νά δεῖ μήπως τόν εἶδε κανείς, ἐσφούγγισε τόν ἵδρωτά του, πού ἔτρεχε ποτάμι ἀπό τό πρόσωπό του. Ἐκοίταξε γύρω πάλι, ἔριξε μιά ματιά στό νεκρό πού ἦταν ἀνάσκελα στό χῶμα, μέ τό ψάθινο καπέλο του καί τό ραβδί του κοντά, καί ἔφυγε γρήγορα.
Ἐχώθη μές στά στάχυα καί ἐχάθη μέσα στό σκότος πού εἶχεν ἀρχίσει νά ἁπλώνεται πυκνό σά νά ἤθελε νά σκεπάσει, νά κρύψει τήν πράξιν τοῦ ἱερέως.
Τό Περιοδικόν μας, 15 Δεκ. 1900